φελλεύς

φελλεύς
-έως, ὁ, Α
1. πετρώδες έδαφος
2. ως κύριο όν. Φελλεύς
ονομασία πετρώδους περιοχής τής Αττικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής αττικής διαλέκτου, αβέβαιης ετυμολ.. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. φελλ-εύς έχει προέλθει από τον τ. φελλός*, ο οποίος χρησιμοποιείται για να δηλώσει τόσο τη γνωστή σπογγώδη και ελαφριά φυτική ύλη όσο και το είδος τού δένδρου από τον φλοιό τού οποίου προέρχεται η ύλη αυτή. Με βάση τις δύο αυτές σημ. τής λ. φελλός, ο τ. φελλεύς χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει είτε το ασβεστώδες έδαφος λόγω τής τραχιάς επιφάνειας και τής πορώδους σύστασης καθώς και τού χρώματος τών πετρωμάτων αυτών που θυμίζουν φελλό είτε το κρυσταλλικό έδαφος όπου ευδοκιμεί αυτό το είδος τού δένδρου. Η άποψη ότι η λ. φελλεύς έχει προέλθει μέσω ενός τ. *φελλα (< *πελhα / *πελσα) από την ΙΕ ρίζα *pels- «βράχος» (βλ. λ. πέλλα [II]) προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω τής παρουσίας τού αρκτικού φ- στον τ. αλλά και τής απόδοσης τής ΙΕ αυτής ρίζας στην Ελληνική με τον τ. πέλλα* «λίθος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φελλεύς — stony ground masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φελλεῖς — φελλεύς stony ground masc acc pl φελλεύς stony ground masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φελλεῖ — φελλεύς stony ground masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φελλείτης — ὁ, Α ο κάτοικος τής περιοχής Φελλεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φελλεύς, βραχώδης περιοχή τής Αττικής + κατάλ. ίτης*] …   Dictionary of Greek

  • φελλίς — ίδος, ἡ, Α (ενν. γῆ) θηλ. τού φελλεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τής λ. φελλεύς*, με κατάλ. ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • φελλεών — ῶνος, ὁ, Α φελλεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τής λ. φελλεύς, με κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. πευκ ών)] …   Dictionary of Greek

  • φελλέως — φελλέω̆ς , φελλεύς stony ground masc gen sg φελλεύς stony ground masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφελής — ές (AM ἀφελής, ές) 1. ανεπιτήδευτος, απλός 2. (για πρόσωπα) απλοϊκός, επιπόλαιος μσν. υγιής, ακέραιος αρχ. 1. (για έδαφος) στρωτός, χωρίς πέτρες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀφελές η απλότητα (κυρίως στο ύφος του λόγου). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας …   Dictionary of Greek

  • φέλλερα — τά, Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τὰ πετρώδη καὶ αἰγίβοτα χωρία». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. φελλεύς] …   Dictionary of Greek

  • φελλής — και φελληΐς, ἡ, Α φελλίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. (παρλλ. τής λ. φελλεύς* με κατάλ. ῄς/ ηΐς) τού οποίου την ύπαρξη υποτίθεται από έναν τ. αιτ. πτώσης ενός τοπωνυμίου Φελλεῖδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”